καθηγητικός

καθηγητικός
η , ό[ν] профессорский; преподавательский;

καθηγητική έδρα — кафедра (должность)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καθηγητικός" в других словарях:

  • καθηγητικός — ή, ὁ (Α καθηγητικός, ή, όν) [καθηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καθηγητή («καθηγητικός μισθός») αρχ. ικανός για καθοδήγηση, οδηγητικός …   Dictionary of Greek

  • καθηγητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καθηγητή: Χηρεύουν δύο καθηγητικές έδρες στη Φιλοσοφική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθηγητικόν — καθηγητικός able to guide masc acc sg καθηγητικός able to guide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητικήν — καθηγητικός able to guide fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητικῷ — καθηγητικός able to guide masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»